- αναλογίζω
- [аналогизо] ρ соразмерять.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
αναλογίζω — [ανάλογος] 1. κάνω κάτι ανάλογο προς κάτι άλλο 2. διανέμω, μοιράζω κατ αναλογία … Dictionary of Greek
ανάλογος — η, ο (Α ἀνάλογος, ον) 1. ο σύμφωνος με τον προσήκοντα λόγο, αυτός που έχει ομοιότητα, αντιστοιχία, συμμετρία με κάποιον, αντίστοιχος, σύμμετρος 2. σχεδόν όμοιος, ισοδύναμος, αντάξιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανάλογο το μερίδιο (λογαριασμού,… … Dictionary of Greek